ὤναξ

ὤναξ
ἄναξ , ἄναξ
lord
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ὦναξ — Ἄναξ , Ἄναξ masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσείω — ἐνσείω (AM) [σείω] 1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.) 2. σείω με το χέρι αρχ. 1. χτυπώ βίαια στο έδαφος 2. καταστρέφω, διασπώ 3. εξωθώ, ωθώ 4. επιτίθεμαι, προσβάλλω …   Dictionary of Greek

  • οικώναξ — οἰκῶναξ, ακτος, ὁ (Α) κύριος τού σπιτιού, οικοδεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ἄναξ (πρβλ. χειρ ώναξ)] …   Dictionary of Greek

  • ώνα — και ὦναξ, Α ιων. τ. (στην ποίηση) κράση αντί ὦ ἆνα και ὦ ἄναξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”